φιδοπουκάμισο

φιδοπουκάμισο
το, Ν
το αποβαλλόμενο δέρμα τού φιδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιδοπουκάμισο — το (ζωολ.), το δέρμα φιδιού που πέφτει ακέραιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… …   Dictionary of Greek

  • ντύμα — το [ντύνω] 1. κάλυμμα σώματος, ρούχο, φόρεμα, ένδυμα 2. επένδυση βιβλίου ή τετραδίου 3. φρ. «ντύμα τού φιδιού» το ακέραιο δέρμα τού φιδιού που αποβάλλεται, φιδοπουκαμισο 4. δέρμα …   Dictionary of Greek

  • φιδοτόμαρο — το, Ν φιδοπουκάμισο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”